-
1 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές. -
2 строить
строитьнесов1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:\строить дом κτίζω σπίτι·2. перен (созидать, создавать) χτίζω:\строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:\строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:\строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ. -
3 строить
1. (здание, сооружение) κτίζω, οικοδομώ 2 (график, кривую) σχεδιάζω 3. (создавать, составлять что-л.) σχηματίζω, συντάσσω 4. (организовывать) σχηματίζω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строить
-
4 график
1. (изображение функциональных зависимостей) το διάγραμμα 2. (распи-сание, план) το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > график
-
5 прокладывать
1. (строить графически) κάνω γραφικό σχεδιασμό, σχεδιάζω γραφι-κώς 2. (укладывать) τοποθετώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладывать
-
6 план
планм1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:\план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·3. (место расположения) τό μέρος:передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή.